ρινοφωνία

ρινοφωνία
η гнусавость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ρινοφωνία" в других словарях:

  • ρινοφωνία — η, Ν ιατρ. ρινική αντήχηση τής φωνής, έρρινη φωνή, ρινολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinophonia (< ῥίς, ῥινός + φωνή)]. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στο περιοδικό Μνημοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • ρινοφωνία — η το να έχει κανείς έρρινη φωνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερρινισμός — ο [ερρινίζω] το να μιλά κάποιος με έρρινη προφορά, το να μιλά κάποιος με τη μύτη, υπόρρινη φωνή, ρινοφωνία, ρινολαλιά, μουθουνητό …   Dictionary of Greek

  • μουθουνητό — και μουσουνητό, το 1. η ενέργεια τού μουθουνίζω, το ξεφύσημα τών ρουθουνιών με κλειστό το στόμα, ρουθούνισμα 2. η ομιλία με τη μύτη, με έρρινη ομιλία, ρινοφωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουθουνίζω / μουσουνίζω + κατάλ. ητό (πρβλ. μουγκρ ητό, ροχαλ ητό)] …   Dictionary of Greek

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

  • ρινισμός — ο, Ν ιατρ. διαταραχή τού λόγου, τής άρθρωσης, αλλ. ρινοφωνία ή ρινική αντήχηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + κατάλ. ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»